-
1 αλογως
1) безрассудно, неразумно(ἐπισπᾶσθαι τέν ὁρμήν Plut.)
ἀ. ἔχειν Dem. — быть неразумным2) без оснований, беспричинно(οὐκ ἀ., ἀλλ΄ εἰκότως Isocr.)
3) безмолвно, молча(ἀφώνως, ἀ. Soph.)
1 αλογως
(ἐπισπᾶσθαι τέν ὁρμήν Plut.)
(οὐκ ἀ., ἀλλ΄ εἰκότως Isocr.)
(ἀφώνως, ἀ. Soph.)